δροσόεις

δροσόεις
δροσόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. δροσερός, γεμάτος δροσιά
2. αυτός που σκορπίζει δροσιά
3. τρυφερός, απαλός, μαλακός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δροσόεις — dewy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δροσόεν — δροσόεις dewy masc voc sg δροσόεις dewy neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δροσόεντα — δροσόεις dewy neut nom/voc/acc pl δροσόεις dewy masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δροσόεντας — δροσόεις dewy masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δροσόεντες — δροσόεις dewy masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δροσόεντι — δροσόεις dewy masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δροσόεντος — δροσόεις dewy masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δροσόεσσα — δροσόεις dewy fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δροσόεσσαν — δροσόεις dewy fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”